Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Στα 60 χρόνια από την ίδρυση της ΕΔΑ



του Γ.Αλεξάτου


Ανασυγκρότηση, ανάταση και νέα ήττα
της ηττημένης Αριστεράς

Εξήντα χρόνια συμπληρώνονται αυτό το μήνα από την ίδρυση της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, της ΕΔΑ, νόμιμης πολιτικής έκφρασης του αριστερού κινήματος στη δύσκολη μετεμφυλιακή περίοδο. Η ιστορική της διαδρομή και οι πολιτικές της επιλογές αποτελούν αντικείμενο πολύχρονων συζητήσεων, που εντάθηκαν τα τελευταία χρόνια, κυρίως από την πλευρά όσων τη θεωρούν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, πρότυπο για την υπέρβαση της πολυδιάσπασης των αριστερών δυνάμεων.


Δεν είναι καθόλου παράδοξο, ως εκ τούτου, το γεγονός ότι συνήθως υπερτονίζεται το στοιχείο της ενότητας που πραγματοποιήθηκε στις γραμμές της. Με την παράλληλη αποσιώπηση ή έστω υποβάθμιση άλλων πλευρών και πρώτα απ’ όλα της αδυναμίας της να ανακόψει την πορεία προς την εκτροπή του 1967.
Η συζήτηση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις εκτιμήσεις για τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά και την πολιτική του παράνομου ΚΚΕ εκείνης της περιόδου και χρωματίζεται έντονα απ’ αυτές, καθώς η ΕΔΑ αποτέλεσε το φορέα με τον οποίο εξασφαλιζόταν η συμμετοχή των κομμουνιστών στην πολιτική ζωή της χώρας.


Από την ίδρυση της ΕΔΑ, στη «στροφή» του ’56

Η ίδρυση της ΕΔΑ, τον Αύγουστο του 1951, εντάσσεται στον προσανατολισμό του ΚΚΕ για αξιοποίηση των δυνατοτήτων νόμιμης δράσης στο πλαίσιο της ακρωτηριασμένης μετεμφυλιακής δημοκρατίας, και για τη συσπείρωση όσων σύμμαχων δυνάμεων είχαν απομείνει, μετά τη συντριβή του εαμικού κινήματος. Έτσι, η ΕΔΑ συγκροτήθηκε ως σχήμα συνεργασίας μικρών εαμογενών κομμάτων και παραγόντων, και την προεδρία της ανέλαβε ο σοσιαλιστής Γιάννης Πασαλίδης.
Καθώς η μεγάλη πλειονότητα του εαμικού κόσμου, υπό το βάρος της συντριπτικής ήττας του ’49, επέλεγε την εκλογική στήριξη κεντρώων κομμάτων που υπόσχονταν στοιχειώδη μέτρα εκδημοκρατισμού, η ΕΔΑ παρουσίασε από την ίδρυσή της μια ιδιομορφία που βάραινε σε όλη την ιστορική της διαδρομή. Υπήρξε συμμαχία μόνο σε επίπεδο ηγεσίας. Η κομματική και η εκλογική της βάση αποτελούνταν, σχεδόν στο σύνολό της, από τον κόσμο της κομμουνιστικής Αριστεράς. Κάτι που έπαιρναν υπόψη οι συνεργαζόμενοι, αναγνωρίζοντας το βαρύνοντα λόγο του παράνομου ΚΚΕ στη χάραξη της πολιτικής της.
Η είσοδός της στο κοινοβούλιο, αμέσως μετά την ίδρυσή της, με το 10,5 %, αναγνωρίστηκε ως μεγάλη επιτυχία της καθημαγμένης Αριστεράς, δυο μόλις χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου. Εντούτοις, η επιμονή του ΚΚΕ στην υποψηφιότητα του συλληφθέντος ηγετικού στελέχους του, Νίκου Μπελογιάννη, που δεν έγινε δεκτή από συνεργαζόμενους παράγοντες, και συνολικότερα η λειτουργία παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, αποτελεί μέχρι και σήμερα ζήτημα αντιπαράθεσης.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν θα εξακολουθούσε να υπάρχει κομμουνιστικό κίνημα, αν αμέσως μετά την ήττα του εμφυλίου αυτοδιαλυόταν ο παράνομος μηχανισμός του ΚΚΕ. Αν το ΚΚΕ αναγνώριζε πως η ήττα το υποχρέωνε και στην αναστολή της δράσης του στην Ελλάδα και πόσο μάλλον ότι η ύπαρξη κομμουνιστικής συνιστώσας στην ελληνική Αριστερά δεν ήταν πλέον αναγκαία.
Ακόμα περισσότερο, η αντιπαράθεση επικεντρώνεται στην εκτίμηση της πολιτικής του ΚΚΕ, κατά συνέπεια και της ΕΔΑ, στις εκλογές του 1952, που συμπυκνώθηκε στη φράση «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας». Συνήθως, αφήνεται να εννοηθεί πως η Αριστερά απέρριψε πρόταση εκλογικής συνεργασίας με το Κέντρο.
Τέτοια πρόταση δεν υπήρξε. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, έχοντας αποδεχτεί την αξίωση των Αμερικανών για διεξαγωγή εκλογών με πλειοψηφικό σύστημα, ώστε να προκύψει ισχυρή κυβέρνηση, πόνταρε στο εκβιαστικό δίλημμα: Ή δεν κατεβαίνετε στις εκλογές και μας στηρίζετε ή αναλαμβάνετε την ευθύνη για την άνοδο της Δεξιάς στην εξουσία.
Η απάντηση ήταν αυτονόητη. Άλλωστε, η κυβέρνηση Πλαστήρα ήταν αυτή που ενέταξε την Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, έστειλε ελληνικό στρατό στην Κορέα, επί των ημερών της έγινε η εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του κ.λπ.
Η άνοδος της Δεξιάς στην εξουσία συνοδεύτηκε και από σημαντικές ανακατατάξεις στο χώρο του Κέντρου, δυνάμεις του οποίου αρχίζουν να διαφοροποιούνται από τη στείρα αντικομμουνιστική πολιτική της προηγούμενης περιόδου. Η Αριστερά, σε αντίθεση με όσα συνήθως γράφονται, αξιοποίησε αυτές τις μετατοπίσεις και ήδη από το 1954 εκδηλώθηκαν τάσεις συνεργασίας, που κατέληξαν, δυο χρόνια αργότερα, στην κοινή εκλογική κάθοδο της αντιπολίτευσης, με τη συμμετοχή και της ΕΔΑ.


Η «στροφή» του ’56 και η απογείωση της επιρροής της ΕΔΑ

Η καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη από την ηγεσία του ΚΚΕ, το 1956, συνοδεύτηκε από την ευθυγράμμιση του κόμματος με τους νέους προσανατολισμούς του ΚΚΣΕ, το οποίο παρενέβη άμεσα και απροκάλυπτα για την αλλαγή της κομματικής καθοδήγησης. Βασικό χαρακτηριστικό των νέων προσανατολισμών ήταν η υιοθέτηση της πολιτικής της «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον ιμπεριαλισμό και της στρατηγικής του «ειρηνικού δρόμου για το σοσιαλισμό».
Το ΚΚΕ εγκατέλειπε τη στρατηγική της λαϊκο-δημοκρατικής επανάστασης, που η νίκη της θα σηματοδοτούσε την έναρξη της διαδικασίας σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στη θέση της έβαζε ως άμεσο στρατηγικό στόχο την «Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή», που συνίστατο στον εκδημοκρατισμό, την ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και τη λήψη κοινωνικών μέτρων προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, στο πλαίσιο πάντα του καπιταλιστικού συστήματος. Η ολοκλήρωσή της θα άνοιγε το δρόμο για την αντιιμπεριαλιστική-αντιμονοπωλιακή αλλαγή, που με τη σειρά της θα δημιουργούσε τους όρους για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Η συνολική διαδικασία θα ήταν ειρηνική, μιας και κάθε της βήμα θα συντελούνταν με την εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής συσπείρωσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και την απομόνωση του εκάστοτε κύριου αντιπάλου.
Στη βάση αυτής της κατεύθυνσης, ο ρόλος της ΕΔΑ αναβαθμιζόταν, καθώς αποτελούσε πεδίο συνάντησης δυνάμεων που οι στρατηγικοί τους στόχοι ταυτίζονταν. Ο μετασχηματισμός της ΕΔΑ σε ενιαίο κόμμα, το 1956, σηματοδοτούσε και την αναγνώριση πως μόνο στη μακροπρόθεσμη στρατηγική διαφέρουν πλέον οι κομμουνιστές από τους άλλους εδαΐτες. Δυο χρόνια αργότερα, το 1958, διαλύθηκαν και οι παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ, και οι κομμουνιστές εντάχθηκαν, στο σύνολό τους, αποκλειστικά στις οργανώσεις της ΕΔΑ.
Η ΕΔΑ, σε συνθήκες βαθιάς κρίσης και πολυδιάσπασης του κεντρώου χώρου, αναδείχτηκε το 1958 σε αξιωματική αντιπολίτευση, με το 24,4% των ψήφων (62% στη Β΄ Πειραιά, πρώτο κόμμα στο Λεκανοπέδιο Αττικής, σε Πάτρα, Βόλο, Λάρισα Θεσσαλονίκη, Καβάλα κ.α.).
Επρόκειτο για έναν άθλο της ελληνικής Αριστεράς και του ελληνικού λαού, καθώς δεν είχε συμπληρωθεί δεκαετία από την ήττα του ’49, η κρατική και παρακρατική τρομοκρατία οργίαζε, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, ήταν χιλιάδες ακόμα οι αγωνιστές και αγωνίστριες που κρατούνταν στις φυλακές και τα ξερονήσια, ενώ τα μαζικά κινήματα μόλις που άρχιζαν να συνέρχονται από τα διαλυτικά χτυπήματα που είχαν δεχτεί.
Ενώ οι αριστεροί θεώρησαν το αποτέλεσμα απαρχή μιας σταθερής ανοδικής πορείας, στο αντίπαλο στρατόπεδο ήχησε ο κώδων του κινδύνου. Η ενίσχυση της Αριστεράς αντιμετωπίστηκε με ένταση του αντικομμουνισμού και νέες διώξεις αγωνιστών, αλλά και με την επιδίωξη συγκρότησης μιας ισχυρής «εθνικόφρονος» αντιπολίτευσης, ικανής να εντάξει σε αποδεκτά κανάλια τη λαϊκή δυσαρέσκεια από την πολιτική της Δεξιάς. Αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών ήταν η ίδρυση της Ένωσης Κέντρου (Ε.Κ.), υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1961.


Η έκρηξη του λαϊκο-δημοκρατικού κινήματος
και η απώλεια της πρωτοβουλίας κινήσεων

Καθώς οι εκλογές του Οκτωβρίου 1961 χαρακτηρίστηκαν από εκτεταμένη βία και νοθεία, που εκτός της Αριστεράς έπληξε και την Ε.Κ., ήταν ο Παπανδρέου που ανέλαβε την πρωτοβουλία κινήσεων, κηρύσσοντας «Ανένδοτο Αγώνα» κατά της κυβέρνησης Καραμανλή.
Η ΕΔΑ προσανατολίστηκε στην πάση θυσία συνεργασία με την Ε.Κ., πολιτική που υπαγορευόταν και από τις αποφάσεις του 8ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, που διαπίστωνε πως στην Ελλάδα υπάρχει -εκτός από την «ξενόδουλη μονοπωλιακή»- και «εθνική αστική τάξη», που μέρος των συμφερόντων της συμπίπτει με τα λαϊκά, ικανοποιούμενο στο πλαίσιο της «Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής». Πολιτικός εκφραστής της αναγορευόταν η Ε.Κ.
Στην πραγματικότητα, οι προτάσεις για συνεργασία έπεφταν στο κενό. Ο Παπανδρέου δεν έχανε ευκαιρία να δηλώνει πως διεξήγαγε «διμέτωπο αγώνα», τόσο κατά της Δεξιάς όσο και κατά της Αριστεράς.
Την ίδια περίοδο έκανε την εμφάνισή του ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα. Η εργατική τάξη, με πρωτοπορία τους οικοδόμους, οι φοιτητές, οι μαθητές, οι αγρότες, οι μικροεπαγγελματίες, έβγαιναν μαζικά και δυναμικά στους δρόμους του αγώνα. Η ΕΔΑ πρωτοστατούσε στην οργάνωση αυτών των αγώνων, αν και φρόντιζε να μην ξεφεύγουν από κάποια όρια που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί ο αντίπαλος, ο οποίος επέσειε σταθερά το μπαμπούλα του «κομμουνιστικού κινδύνου» για να τρομάζει τα πιο συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας και να παρεμβάλει εμπόδια σε οποιαδήποτε ενδεχόμενη συνεργασία της Ε.Κ. με την Αριστερά.
Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, το Μάιο 1963, αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη της λαϊκής οργής. Την πρωτοβουλία κινήσεων είχε και πάλι ο Παπανδρέου, που κατήγγειλε σαν ηθικό αυτουργό τον Καραμανλή, απαιτώντας την παραίτησή του.
Στις εκλογές που ακολούθησαν, το Νοέμβριο 1963, η ΕΔΑ είδε και πάλι την εκλογική της επιρροή να συρρικνώνεται. Αυτή τη φορά χωρίς βία και νοθεία. Απλώς, τμήμα του αριστερού κόσμου υλοποιούσε, με το δικό του «πιο αποτελεσματικό» τρόπο, τη «γραμμή»: αν η Ε.Κ. αποτελεί φορέα Αλλαγής, έστω όχι και τόσο συνεπή, γιατί να περιμένουμε πότε θα αποδεχτεί τις προτάσεις συνεργασίας μαζί μας; Ας φύγει τώρα η Δεξιά και βλέπουμε!
Άλλωστε, λίγους μήνες μετά, ο κόσμος αυτός «δικαιώθηκε» από την ίδια την ΕΔΑ. Καθώς η Ε.Κ. δεν εξασφάλισε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, αρνήθηκε να στηριχτεί σε ψήφο εμπιστοσύνης της Αριστεράς και προκήρυξε νέες εκλογές για το Φεβρουάριο 1964. Η ΕΔΑ δεν κατέβηκε στις περισσότερες μονοεδρικές και δυεδρικές περιφέρειες, καλώντας σε υπερψήφιση της Ε.Κ. Η οποία απέσπασε το συντριπτικό 53%, ενώ η ΕΔΑ έπαιρνε το μισό από το ποσοστό του ’58…
Αν και η κυβέρνηση του Κέντρου δεν προχώρησε πέρα από κάποια δειλά μέτρα εκδημοκρατισμού και ικανοποίησης οριακών λαϊκών αιτημάτων, το μετεμφυλιακό καθεστώς δεν ήταν σε θέση να ανεχτεί ούτε κι αυτά. Πόσο μάλλον κάποιες τάσεις διαφοροποίησης της ελληνικής πολιτικής στο εθνικό ζήτημα της Κύπρου, από τις κατευθύνσεις που υπαγόρευαν οι ΗΠΑ.
Η ανατροπή της κυβέρνησης, με το βασιλικό πραξικόπημα του Ιουλίου 1965, πυροδότησε μια γιγάντια λαϊκή έκρηξη, που έθεσε σε αμφισβήτηση το ίδιο το μετεμφυλιακό καθεστώς και τους πυλώνες πάνω στους οποίους στηριζόταν: το θρόνο, το στρατό, τους Αμερικάνους.
Εκείνες τις ιστορικές μέρες και νύχτες των Ιουλιανών φάνηκε περίτρανα η πολιτική ανεπάρκεια της ΕΔΑ και του ΚΚΕ. Η εισβολή στο προσκήνιο του μαζικού λαϊκού δημοκρατικού κινήματος δεν θορύβησε μόνο τους κύκλους της αντίδρασης, αλλά προκάλεσε ανησυχία και στα ηγετικά κλιμάκια της Αριστεράς. Που έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για την εκτόνωση της λαϊκής οργής και την απόσυρση των μαζών από τους δρόμους.
Πρόκειται για την περίοδο που εκδηλώνονται και οι υφέρπουσες από το 1963 αντιθέσεις, στις γραμμές της ηγεσίας του ΚΚΕ. Η διαφωνία επικεντρώθηκε στο ζήτημα του πολιτικού φορέα, με τη μια πτέρυγα (πλειοψηφική στην ηγεσία στο εξωτερικό) να υποστηρίζει τη de facto ή de jure νομιμοποίηση του ΚΚΕ, και την άλλη (πλειοψηφούσα μεταξύ των στελεχών τού εσωτερικού) να προσανατολίζεται στη μετατροπή της ΕΔΑ σε μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα. Άλλωστε, με εξαίρεση μικρό τμήμα της ηγεσίας της, τα μέλη και στελέχη της ΕΔΑ ήταν κομμουνιστές, ενώ υπήρχαν και πολλά παραδείγματα Κ.Κ. που βρέθηκαν εκτός νόμου και συνέχισαν τη δράση τους με άλλο τίτλο, όπως το κυπριακό ΑΚΕΛ κ.ά.
Αναμφίβολα, η διαφωνία για το κομματικό ζήτημα συνδεόταν και με συνολικότερες ιδεολογικο-πολιτικές αποκλίσεις. Είχε ξεσπάσει ήδη η κρίση στις γραμμές του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, με κύρια εκδήλωση τη ρήξη μεταξύ ΕΣΣΔ και Λαϊκής Κίνας, αλλά και με την εκδήλωση τάσεων απομάκρυνσης μιας σειράς Κ.Κ. (κυρίως δυτικοευρωπαϊκών) από τις κατευθύνσεις του ΚΚΣΕ. Αν και στις τάσεις αυτές εμφανίζονταν χαρακτηριστικά σοσιαλδημοκρατικοποίησης, εντούτοις επέτρεπαν μια συνολικότερη αναζήτηση των όρων για την ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος. Στην κατεύθυνση αυτή κινούνταν και τα στελέχη του ΚΚΕ στο «εσωτερικό», ανεξαρτήτως του βαθμού συνειδητοποίησής της.
Η αλήθεια είναι πως ούτε η μια ούτε η άλλη πτέρυγα του ΚΚΕ ήταν σε θέση να προβάλει πολιτική ικανή να αξιοποιήσει το ανερχόμενο λαϊκο-δημοκρατικό κίνημα, προσανατολίζοντάς το σε νικηφόρα κατεύθυνση. Χαρακτηριστικό και των δυο ήταν η κυριαρχία κλίματος ηττοπάθειας και οι λεγκαλιστικές αυταπάτες, σχετικά με τη δυνατότητα ομαλής δημοκρατικής διεξόδου από την πολιτική κρίση που προκάλεσε το βασιλικό πραξικόπημα του ’65.


Η τραγική διάψευση των αυταπατών

Τελικά, η ΕΔΑ βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη μπροστά στο στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, μαζί και τα περίφημα «κομματικά στηρίγματα» του ΚΚΕ, που είχαν συγκροτηθεί από το ’65. Όπως απροετοίμαστη βρέθηκε και η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, παρά την καθοριστική συμβολή της στο σπάσιμο της τρομοκρατίας τα προηγούμενα χρόνια και τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στο νεολαιίστικο και το ευρύτερο λαϊκο-δημοκρατικό κίνημα.
Η κάθοδος των τανκς των συνταγματαρχών έβαλε τέλος στις αυταπάτες πως οι κύκλοι της αντίδρασης θα επέτρεπαν μια ομαλή δημοκρατική επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Διαψεύδοντας, ταυτόχρονα, τη βεβαιότητα πως η Αριστερά θα μπορούσε να υλοποιήσει τους στόχους της, προσαρμόζοντας την πολιτική της στις απαιτήσεις των εν δυνάμει συμμάχων της, αποφεύγοντας συνάμα να τρομάζει τους αντιπάλους της. Ότι μπορεί να κάνει τη δουλειά της, «ταράζοντάς τους στη νομιμότητα», όπως είχε δηλώσει κάποτε ο Ηλίας Ηλιού.
Η αδυναμία αποτροπής του πραξικοπήματος απέδειξε πως δεν αρκεί η ενότητα για τη νικηφόρα έκβαση των ταξικών αναμετρήσεων. Το 1967 ενωμένη ήταν η Αριστερά, όπως άλλωστε και στη δεκαετία του ’40. Όπως συνέβη πολλές φορές στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος, η ενότητα μπορεί να οδηγήσει και σε οδυνηρές ήττες, αν δεν υπάρξουν ρήξεις στο εσωτερικό του, με την ήττα κάποιων αντιλήψεων και την εξασφάλιση της ηγεμονίας κάποιων άλλων, για τη δημιουργία προϋποθέσεων απαλλαγής από αυταπάτες και συσπείρωσης των λαϊκών δυνάμεων στη βάση αποτελεσματικού πολιτικού σχεδίου.
Δυστυχώς, εκείνη την περίοδο τέτοιο πολιτικό σχέδιο δεν υπήρξε. Επρόκειτο για βαθύτερη ιδεολογικο-πολιτική αδυναμία, που θα καθόριζε και τη φυσιογνωμία των δυο κομμάτων που θα προέκυπταν από τη διάσπαση του 1968. Με το ένα να παραμένει προσκολλημένο στις χιλιοδιαψευσμένες βεβαιότητες της σοβιετικής ορθοδοξίας και το άλλο να κυριαρχείται από μια δεξιά εκδοχή του αιτήματος της ανανέωσης. Τέτοιο σχέδιο δεν είχε κατατεθεί ούτε κι απ’ τις μικρές δυνάμεις της τότε «επαναστατικής Αριστεράς», τροτσκιστικής ή μαοϊκής απόχρωσης, που η κριτική τους στην ηττοπαθή και λεγκαλιστική πολιτική της ΕΔΑ αδυνατούσε να μορφοποιηθεί σε πολιτική πρόταση μαζικής, άρα και αποτελεσματικής, απεύθυνσης.
Είναι σαφές, πως η ευθύνη για την ήττα του ’67 βαραίνει τις ηγεσίες του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, ανεξαρτήτως των διαφοροποιήσεων που ήδη είχαν εκδηλωθεί στις γραμμές τους. Χαρακτηριστικός ο πικρός σαρκασμός στη μπαλάντα του Λάκη Καραλή, στα χρόνια της Χούντας:

«Στη Βουλή κρατάγαμε είκοσι καρέκλες κι είχαμε και αρχηγό. Επιτυχία!
Κι όλος ο λαός! Ο λαός ήταν μαζί μας! Αυτό ήταν γνωστό!
Όμως, εμείς δεν ξέραμε. Ο Μαρξ δεν το ‘γραψε.
Ο Μαρξ δεν το ‘πε, άμα δεν έχεις μυαλό τι να κάνεις. Δεν το ‘πε...»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου